- εφελκυω
- ἐφελκύω= ἐφέλκω См. εφελκω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφελκύω — (ΑΜ ἐφελκύω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου («καὶ μαγνῆτις ὥσπερ, ἐφελκύσω πρὸς τὰ σὰ παιδεύματα», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκύω] … Dictionary of Greek
εφέλκυση — η (Α ἐφέλκυσις) [εφελκύω] προσέλκυση, έλξη, τράβηγμα … Dictionary of Greek
εφελκυσμός — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του σώματος τοποθετείται υπό έκταση, για να ευθυγραμμιστούν δύο γειτονικές δομές ή να συγκρατηθούν στη θέση τους. * * * ο (ΑΜ ἐφελκυσμός) [εφελκύω] έλξη, προσέλκυση, τράβηγμα νεοελλ. (μηχανολ.) τρόπος καταπόνησης… … Dictionary of Greek
εφελκυστής — ἐφελκυστής, ὁ (Α) [εφελκύω] βοηθός … Dictionary of Greek
εφελκυστικός — ή, ό (ΑΜ ἐφελκυστικός, ή, όν) [εφελκύω] 1. αυτός που έλκει, που σύρει προς το μέρος του 2. φρ. «εφελκυστικό ν» το ευφωνικό ν («τὸ ν ἐφελκυστικόν ἐστιν ἐν τῷ τρίτῳ προσώπῳ», Μέγα Ετυμολογικόν) 3. μτφ. αυτός που δημιουργεί σημείο προσέγγισης. επίρρ … Dictionary of Greek
ՊԱՒԴՐԵՄ — ( ) NBH 2 0645 Chronological Sequence: Early classical ՊԱՒԴՐԵԼ. Բառ անյայտ. իբր յն. Ձգել, քաշել. ἑφελκύω attraho. որ թարգմանի եւ պատրել. (Թերեւս այսպէս էր գրելի.) *Թէպէտ եւ կարի ոք մեծամիտ իցէ այրն, այնու վաղ պաւդրի, յորժամ հեզութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)